Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βιάζω
βιαιομάχας
βίαιος
βία
βιαρκής
βιαστέος
βιαστής
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βιβάω
βίβημι
βιβλάριον
βίβλινος
βιβλιοκάπηλος
βιβλίον
βίβλος
βιβρώσκω
βιημάχος
βῖκος
βινέω
View word page
βιβάω
βιβάω poet. form of βαίνω to stride, πέλωρα βιβᾶι he takes huge strides, Hhymn.; ἐβίβασκε, 3rd sg. Ionic imperf., Hhymn.; elsewhere in part., μακρὰ βιβῶντα, μακρὰ βιβῶσα Hom.
ShortDef
to stride
Debugging
Headword:
βιβάω
Headword (normalized):
βιβάω
Headword (normalized/stripped):
βιβαω
IDX:
6277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6281
Key:
biba/w
Data
{'content': 'βιβάω\n poet. form of βαίνω\n to stride, πέλωρα βιβᾶι he takes huge strides, Hhymn.; ἐβίβασκε, 3rd sg. Ionic imperf., Hhymn.; elsewhere in part., μακρὰ βιβῶντα, μακρὰ βιβῶσα Hom.', 'key': 'biba/w'}