Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βητάρμων
βιάζω
βιαιομάχας
βίαιος
βία
βιαρκής
βιαστέος
βιαστής
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βιβάω
βίβημι
βιβλάριον
βίβλινος
βιβλιοκάπηλος
βιβλίον
βίβλος
βιβρώσκω
βιημάχος
βῖκος
View word page
βιβάσθω
βιβάσθω = βιβάω, βίβημι, μακρὰ βιβάσθων long striding, Il.
ShortDef
striding
Debugging
Headword:
βιβάσθω
Headword (normalized):
βιβάσθω
Headword (normalized/stripped):
βιβασθω
IDX:
6276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6280
Key:
biba/sqw
Data
{'content': 'βιβάσθω\n = βιβάω, βίβημι, μακρὰ βιβάσθων long\n striding, Il.', 'key': 'biba/sqw'}