Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βῆσσα
βησσήεις
βήσσω
βῆτα
βητάρμων
βιάζω
βιαιομάχας
βίαιος
βία
βιαρκής
βιαστέος
βιαστής
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βιβάω
βίβημι
βιβλάριον
βίβλινος
βιβλιοκάπηλος
βιβλίον
View word page
βιαστέος
βιαστέος one must do violence to, Eur.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βιαστέος
Headword (normalized):
βιαστέος
Headword (normalized/stripped):
βιαστεος
IDX:
6272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6276
Key:
biaste/os

Data

{'content': 'βιαστέος\n one must do violence to, Eur.', 'key': 'biaste/os'}