Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βῆ
βῆσσα
βησσήεις
βήσσω
βῆτα
βητάρμων
βιάζω
βιαιομάχας
βίαιος
βία
βιαρκής
βιαστέος
βιαστής
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βιβάω
βίβημι
βιβλάριον
βίβλινος
βιβλιοκάπηλος
View word page
βιαρκής
βιαρκής βίος, ἀρκέω supplying the necessaries of life, Anth.

ShortDef

supplying the necessaries of life

Debugging

Headword:
βιαρκής
Headword (normalized):
βιαρκής
Headword (normalized/stripped):
βιαρκης
IDX:
6271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6275
Key:
biarkh/s

Data

{'content': 'βιαρκής\n βίος, ἀρκέω\n supplying the necessaries of life, Anth.', 'key': 'biarkh/s'}