Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βηλός
βῆμα
βήξ
βῆ
βῆσσα
βησσήεις
βήσσω
βῆτα
βητάρμων
βιάζω
βιαιομάχας
βίαιος
βία
βιαρκής
βιαστέος
βιαστής
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βιβάω
βίβημι
View word page
βιαιομάχας
βιαιομάχας from βία, μάχομαι fighting violently, Anth.
ShortDef
fighting violently
Debugging
Headword:
βιαιομάχας
Headword (normalized):
βιαιομάχας
Headword (normalized/stripped):
βιαιομαχας
IDX:
6268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6272
Key:
biaioma/xas
Data
{'content': 'βιαιομάχας\n from βία, μάχομαι\n fighting violently, Anth.', 'key': 'biaioma/xas'}