Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βέομαι
Βερέσχεθοι
βηλός
βῆμα
βήξ
βῆ
βῆσσα
βησσήεις
βήσσω
βῆτα
βητάρμων
βιάζω
βιαιομάχας
βίαιος
βία
βιαρκής
βιαστέος
βιαστής
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
View word page
βητάρμων
βητάρμων Perh. from βαίνω ἀρμός. a dancer, Od.

ShortDef

a dancer

Debugging

Headword:
βητάρμων
Headword (normalized):
βητάρμων
Headword (normalized/stripped):
βηταρμων
IDX:
6266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6270
Key:
bhta/rmwn

Data

{'content': 'βητάρμων\n Perh. from βαίνω ἀρμός.\n a dancer, Od.', 'key': 'bhta/rmwn'}