Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βελτίων
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βέμβιξ
βεμβράς
Βενδίδεια
Βενδίδειον
Βενδῖς
βένθος
βέομαι
Βερέσχεθοι
βηλός
βῆμα
βήξ
βῆ
βῆσσα
βησσήεις
βήσσω
βῆτα
βητάρμων
βιάζω
View word page
Βερέσχεθοι
Βερέσχεθοι deriv. uncertain a booby, Ar.

ShortDef

the Powers of Folly

Debugging

Headword:
Βερέσχεθοι
Headword (normalized):
βερέσχεθοι
Headword (normalized/stripped):
βερεσχεθοι
IDX:
6257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6261
Key:
bere/sxeqos

Data

{'content': 'Βερέσχεθοι\n deriv. uncertain\n a booby, Ar.', 'key': 'bere/sxeqos'}