Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βέλτερος
βέλτιστος
βελτίων
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βέμβιξ
βεμβράς
Βενδίδεια
Βενδίδειον
Βενδῖς
βένθος
βέομαι
Βερέσχεθοι
βηλός
βῆμα
βήξ
βῆ
βῆσσα
βησσήεις
βήσσω
βῆτα
View word page
βένθος
βένθος poet. for βάθος, as πένθος for πάθος the depth of the sea, Hom.; also in pl., θαλάσσης βένθεα, ἐν βένθεσσιν ἁλός Il., Hom.:—also of a wood, βένθεσιν ὕλης Od.

ShortDef

the depth

Debugging

Headword:
βένθος
Headword (normalized):
βένθος
Headword (normalized/stripped):
βενθος
IDX:
6255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6259
Key:
be/nqos

Data

{'content': 'βένθος\n poet. for βάθος, as πένθος for πάθος\n the depth of the sea, Hom.; also in pl., θαλάσσης βένθεα, ἐν βένθεσσιν ἁλός Il., Hom.:—also of a wood, βένθεσιν ὕλης Od.', 'key': 'be/nqos'}