Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βέλεμνον
βελεσσιχαρής
βελόνη
βελονοπώλης
βέλος
βελοσφενδόνη
βέλτερος
βέλτιστος
βελτίων
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βέμβιξ
βεμβράς
Βενδίδεια
Βενδίδειον
Βενδῖς
βένθος
βέομαι
Βερέσχεθοι
βηλός
βῆμα
View word page
βεμβικίζω
βεμβικίζω βέμβιξ to set a spinning, Ar.

ShortDef

to set a-spinning

Debugging

Headword:
βεμβικίζω
Headword (normalized):
βεμβικίζω
Headword (normalized/stripped):
βεμβικιζω
IDX:
6249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6253
Key:
bembiki/zw

Data

{'content': 'βεμβικίζω\n βέμβιξ\n to set a spinning, Ar.', 'key': 'bembiki/zw'}