Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βεβουλευμένως
βεκκεσέληνος
βεκός
βελεηφόρος
βέλεμνον
βελεσσιχαρής
βελόνη
βελονοπώλης
βέλος
βελοσφενδόνη
βέλτερος
βέλτιστος
βελτίων
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βέμβιξ
βεμβράς
Βενδίδεια
Βενδίδειον
Βενδῖς
βένθος
View word page
βέλτερος
βέλτερος Prob. from same Root as βούλομαι. poet. comp. and superl. of ἀγαθός better, more excellent, βέλτερόν ἐστι it is better, c. inf., Hom.; in Theogn., Aesch., etc.

ShortDef

better, more excellent

Debugging

Headword:
βέλτερος
Headword (normalized):
βέλτερος
Headword (normalized/stripped):
βελτερος
IDX:
6245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6249
Key:
be/lteros

Data

{'content': 'βέλτερος\n Prob. from same Root as βούλομαι.\n poet. comp. and superl. of ἀγαθός\n better, more excellent, βέλτερόν ἐστι it is better, c. inf., Hom.; in Theogn., Aesch., etc.', 'key': 'be/lteros'}