Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βέβηλος
βεβηλόω
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βεκκεσέληνος
βεκός
βελεηφόρος
βέλεμνον
βελεσσιχαρής
βελόνη
βελονοπώλης
βέλος
βελοσφενδόνη
βέλτερος
βέλτιστος
βελτίων
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βέμβιξ
βεμβράς
Βενδίδεια
View word page
βελονοπώλης
βελονοπώλης πωλέω a needle-seller, Ar.
ShortDef
a needle-seller
Debugging
Headword:
βελονοπώλης
Headword (normalized):
βελονοπώλης
Headword (normalized/stripped):
βελονοπωλης
IDX:
6242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6246
Key:
belonopw/lhs
Data
{'content': 'βελονοπώλης\n πωλέω \n a needle-seller, Ar.', 'key': 'belonopw/lhs'}