Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βεβαίωσις
βέβηλος
βεβηλόω
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βεκκεσέληνος
βεκός
βελεηφόρος
βέλεμνον
βελεσσιχαρής
βελόνη
βελονοπώλης
βέλος
βελοσφενδόνη
βέλτερος
βέλτιστος
βελτίων
βεμβικιάω
βεμβικίζω
βέμβιξ
βεμβράς
View word page
βελόνη
βελόνη βέλος any sharp point, a needle, Batr., Aeschin.
ShortDef
any sharp point, a needle
Debugging
Headword:
βελόνη
Headword (normalized):
βελόνη
Headword (normalized/stripped):
βελονη
IDX:
6241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6245
Key:
belo/nh
Data
{'content': 'βελόνη\n βέλος\n any sharp point, a needle, Batr., Aeschin.', 'key': 'belo/nh'}