Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βδέω
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βέβηλος
βεβηλόω
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βεκκεσέληνος
βεκός
βελεηφόρος
βέλεμνον
βελεσσιχαρής
βελόνη
βελονοπώλης
βέλος
βελοσφενδόνη
βέλτερος
βέλτιστος
View word page
βεκκεσέληνος
βεκκεσέληνος A word coined from the story about βέκος in Hdt. 2. 2, and the Arcadian claim of being προσέληνοι. σελήνη superannuated, doting, Ar.

ShortDef

superannuated, doting

Debugging

Headword:
βεκκεσέληνος
Headword (normalized):
βεκκεσέληνος
Headword (normalized/stripped):
βεκκεσεληνος
IDX:
6236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6240
Key:
bekkese/lhnos

Data

{'content': 'βεκκεσέληνος\n A word coined from the story about βέκος in Hdt. 2. 2, and the Arcadian claim of being προσέληνοι.\n σελήνη\n superannuated, doting, Ar.', 'key': 'bekkese/lhnos'}