Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βδελύσσομαι
βδέω
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βέβηλος
βεβηλόω
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βεκκεσέληνος
βεκός
βελεηφόρος
βέλεμνον
βελεσσιχαρής
βελόνη
βελονοπώλης
βέλος
βελοσφενδόνη
βέλτερος
View word page
βεβουλευμένως
βεβουλευμένως part. perf. pass. of βουλεύομαι, advisedly, designedly, Dem.
ShortDef
advisedly, designedly
Debugging
Headword:
βεβουλευμένως
Headword (normalized):
βεβουλευμένως
Headword (normalized/stripped):
βεβουλευμενως
IDX:
6235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6239
Key:
bebouleume/nws
Data
{'content': 'βεβουλευμένως\n part. perf. pass. of βουλεύομαι,\n advisedly, designedly, Dem.', 'key': 'bebouleume/nws'}