Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέω
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βέβηλος
βεβηλόω
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βεκκεσέληνος
βεκός
βελεηφόρος
βέλεμνον
βελεσσιχαρής
βελόνη
βελονοπώλης
βέλος
βελοσφενδόνη
View word page
βεβόλημαι
βεβόλημαι to be stricken with grief, Hom.; βεβολήατο Epic 3rd pl. plup.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βεβόλημαι
Headword (normalized):
βεβόλημαι
Headword (normalized/stripped):
βεβολημαι
IDX:
6234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6238
Key:
bebo/lhmai
Data
{'content': 'βεβόλημαι\n to be stricken with grief, Hom.; βεβολήατο Epic 3rd pl. plup.', 'key': 'bebo/lhmai'}