Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέω
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βέβηλος
βεβηλόω
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βεκκεσέληνος
βεκός
βελεηφόρος
βέλεμνον
βελεσσιχαρής
βελόνη
βελονοπώλης
βέλος
View word page
βεβηλόω
βεβηλόω from βέβηλος to profane, NTest.
ShortDef
to profane
Debugging
Headword:
βεβηλόω
Headword (normalized):
βεβηλόω
Headword (normalized/stripped):
βεβηλοω
IDX:
6233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6237
Key:
bebhlo/w
Data
{'content': 'βεβηλόω\n from βέβηλος\n to profane, NTest.', 'key': 'bebhlo/w'}