Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέω
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βέβηλος
βεβηλόω
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βεκκεσέληνος
βεκός
βελεηφόρος
βέλεμνον
View word page
βεβαιότης
βεβαιότης from βέβαιος firmness, steadfastness, stability, assurance, certainty, Thuc., Plat.
ShortDef
firmness, steadfastness, stability, assurance, certainty
Debugging
Headword:
βεβαιότης
Headword (normalized):
βεβαιότης
Headword (normalized/stripped):
βεβαιοτης
IDX:
6229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6233
Key:
bebaio/ths
Data
{'content': 'βεβαιότης\n from βέβαιος\n firmness, steadfastness, stability, assurance, certainty, Thuc., Plat.', 'key': 'bebaio/ths'}