Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέω
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βέβηλος
βεβηλόω
βεβόλημαι
βεβουλευμένως
βεκκεσέληνος
βεκός
βελεηφόρος
View word page
βέβαιος
βέβαιος βαίνω firm, steady, steadfast, sure, certain, Aesch., etc.; βεβαιότερος κίνδυνος a surer game, Thuc. of persons, steadfast, steady sure, constant, Aesch., etc.; c. inf., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν more certain to make no change, Thuc. τὸ βέβαιον certainty, firmness, resolution, Hdt., Thuc. adv. -ως, Aesch., etc.; comp. -ότερον, Thuc.; Sup. -ότατα, Thuc.

ShortDef

firm, steady, steadfast, sure, certain

Debugging

Headword:
βέβαιος
Headword (normalized):
βέβαιος
Headword (normalized/stripped):
βεβαιος
IDX:
6228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6232
Key:
be/baios

Data

{'content': 'βέβαιος\n βαίνω\n firm, steady, steadfast, sure, certain, Aesch., etc.; βεβαιότερος κίνδυνος a surer game, Thuc.\n of persons, steadfast, steady sure, constant, Aesch., etc.; c. inf., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν more certain to make no change, Thuc.\n τὸ βέβαιον certainty, firmness, resolution, Hdt., Thuc.\n adv. -ως, Aesch., etc.; comp. -ότερον, Thuc.; Sup. -ότατα, Thuc.', 'key': 'be/baios'}