Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαφή
βαφικός
βδάλλω
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέω
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βέβηλος
βεβηλόω
View word page
βδελυρία
βδελυρία from βδελυρός brutal conduct, want of shame and decency, brutality, Oratt.
ShortDef
brutal conduct, want of shame and decency, brutality
Debugging
Headword:
βδελυρία
Headword (normalized):
βδελυρία
Headword (normalized/stripped):
βδελυρια
IDX:
6223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6227
Key:
bdeluri/a
Data
{'content': 'βδελυρία\n from βδελυρός\n brutal conduct, want of shame and decency, brutality, Oratt.', 'key': 'bdeluri/a'}