Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαύκαλις
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαφή
βαφικός
βδάλλω
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
βδελύσσομαι
βδέω
βδύλλω
βέβαιος
βεβαιότης
βεβαιόω
βεβαίωσις
βέβηλος
View word page
βδελυρεύομαι
βδελυρεύομαι from βδελυρός Dep. to behave in a brutal manner, Dem.

ShortDef

to behave in a brutal manner

Debugging

Headword:
βδελυρεύομαι
Headword (normalized):
βδελυρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
βδελυρευομαι
IDX:
6222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6226
Key:
bdelureu/omai

Data

{'content': 'βδελυρεύομαι\n from βδελυρός\n Dep. to behave in a brutal manner, Dem.', 'key': 'bdelureu/omai'}