Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βατράχειος
βατραχίς
βατραχομυομαχία
βάτραχος
βατταρίζω
βαττολογέω
Βάττος
βαΰζω
βαύκαλις
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαφή
βαφικός
βδάλλω
βδέλλα
βδέλυγμα
βδελυγμία
βδελυκτός
βδελυρεύομαι
βδελυρία
βδελυρός
View word page
βαυκός
βαυκός prudish.

ShortDef

prudish

Debugging

Headword:
βαυκός
Headword (normalized):
βαυκός
Headword (normalized/stripped):
βαυκος
IDX:
6214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6218
Key:
bauko/s

Data

{'content': 'βαυκός\n prudish.', 'key': 'bauko/s'}