Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βατηρίς
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βάτος
βάτος2
βατός
βατράχειος
βατραχίς
βατραχομυομαχία
βάτραχος
βατταρίζω
βαττολογέω
Βάττος
βαΰζω
βαύκαλις
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
βαφή
βαφικός
βδάλλω
View word page
βάτραχος
βάτραχος deriv. uncertain a frog, Batr., Hdt., etc.

ShortDef

a frog
Batrachus

Debugging

Headword:
βάτραχος
Headword (normalized):
βάτραχος
Headword (normalized/stripped):
βατραχος
IDX:
6207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6211
Key:
ba/traxos

Data

{'content': 'βάτραχος\n deriv. uncertain\n a frog, Batr., Hdt., etc.', 'key': 'ba/traxos'}