Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βαστακτός
βάταλος
βατέω
βατηρίς
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βάτος
βάτος2
βατός
βατράχειος
βατραχίς
βατραχομυομαχία
βάτραχος
βατταρίζω
βαττολογέω
Βάττος
βαΰζω
βαύκαλις
βαυκοπανοῦργος
βαυκός
View word page
βατράχειος
βατράχειος βάτραχος of or belonging to a frog: βατράχεια (sc. χρώματα), frog-colour, pale-green, Ar.
ShortDef
of or belonging to a frog
Debugging
Headword:
βατράχειος
Headword (normalized):
βατράχειος
Headword (normalized/stripped):
βατραχειος
IDX:
6204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6208
Key:
batra/xeios
Data
{'content': 'βατράχειος\n βάτραχος\n of or belonging to a frog: βατράχεια (sc. χρώματα), frog-colour, pale-green, Ar.', 'key': 'batra/xeios'}