Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαστάζω
βαστακτός
βάταλος
βατέω
βατηρίς
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βάτος
βάτος2
βατός
βατράχειος
βατραχίς
βατραχομυομαχία
βάτραχος
βατταρίζω
βαττολογέω
Βάττος
βαΰζω
βαύκαλις
βαυκοπανοῦργος
View word page
βατός
βατός βαίνω passable, Xen.

ShortDef

passable

Debugging

Headword:
βατός
Headword (normalized):
βατός
Headword (normalized/stripped):
βατος
IDX:
6203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6207
Key:
bato/s

Data

{'content': 'βατός\n βαίνω\n passable, Xen.', 'key': 'bato/s'}