Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτός
βάταλος
βατέω
βατηρίς
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βάτος
βάτος2
βατός
βατράχειος
βατραχίς
βατραχομυομαχία
βάτραχος
βατταρίζω
βαττολογέω
Βάττος
βαΰζω
βαύκαλις
View word page
βάτος2
βάτος2 the Hebrew measure bath, = Attic μετρητής, NTest.
ShortDef
a bramble-bush
fish
Hebr. measure, bath
Debugging
Headword:
βάτος2
Headword (normalized):
βάτος
Headword (normalized/stripped):
βατος2
IDX:
6202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6206
Key:
ba/tos3
Data
{'content': 'βάτος2\n the Hebrew measure bath, = Attic μετρητής, NTest.', 'key': 'ba/tos3'}