Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βασσάριον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτός
βάταλος
βατέω
βατηρίς
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βάτος
βάτος2
βατός
βατράχειος
βατραχίς
βατραχομυομαχία
βάτραχος
βατταρίζω
βαττολογέω
Βάττος
βαΰζω
View word page
βάτος
βάτος a bramble-bush or wild raspberry, Od.
ShortDef
a bramble-bush
fish
Hebr. measure, bath
Debugging
Headword:
βάτος
Headword (normalized):
βάτος
Headword (normalized/stripped):
βατος
IDX:
6201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6205
Key:
ba/tos1
Data
{'content': 'βάτος\n a bramble-bush or wild raspberry, Od.', 'key': 'ba/tos1'}