Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βάσκω
βασσάρα
βασσαρικός
βασσάριον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτός
βάταλος
βατέω
βατηρίς
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βάτος
βάτος2
βατός
βατράχειος
βατραχίς
βατραχομυομαχία
βάτραχος
βατταρίζω
View word page
βατιδοσκόπος
βατιδοσκόπος looking after skates, Ar.
ShortDef
looking after skates
Debugging
Headword:
βατιδοσκόπος
Headword (normalized):
βατιδοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
βατιδοσκοπος
IDX:
6198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6202
Key:
batidosko/pos
Data
{'content': 'βατιδοσκόπος\n looking after skates, Ar.', 'key': 'batidosko/pos'}