Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βασκάς
βάσκω
βασσάρα
βασσαρικός
βασσάριον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτός
βάταλος
βατέω
βατηρίς
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βάτος
βάτος2
βατός
βατράχειος
βατραχίς
βατραχομυομαχία
βάτραχος
View word page
βατηρίς
βατηρίς βατέω κλῖμαξ β. a mounting ladder, Anth.

ShortDef

a mounting

Debugging

Headword:
βατηρίς
Headword (normalized):
βατηρίς
Headword (normalized/stripped):
βατηρις
IDX:
6197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6201
Key:
bathri/s

Data

{'content': 'βατηρίς\n βατέω\n κλῖμαξ β. a mounting ladder, Anth.', 'key': 'bathri/s'}