Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βάσκανος
βασκάς
βάσκω
βασσάρα
βασσαρικός
βασσάριον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτός
βάταλος
βατέω
βατηρίς
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βάτος
βάτος2
βατός
βατράχειος
βατραχίς
βατραχομυομαχία
View word page
βατέω
βατέω βαίνω to tread, cover, of animals, Theocr.
ShortDef
to tread, cover
Debugging
Headword:
βατέω
Headword (normalized):
βατέω
Headword (normalized/stripped):
βατεω
IDX:
6196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6200
Key:
bate/w
Data
{'content': 'βατέω\n βαίνω\n to tread, cover, of animals, Theocr.', 'key': 'bate/w'}