Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
βάσκανος
βασκάς
βάσκω
βασσάρα
βασσαρικός
βασσάριον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτός
βάταλος
βατέω
βατηρίς
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
βάτος
βάτος2
View word page
βάσταγμα
βάσταγμα from βαστάζω that which is borne, a burden, Eur.
ShortDef
that which is borne, a burden
Debugging
Headword:
βάσταγμα
Headword (normalized):
βάσταγμα
Headword (normalized/stripped):
βασταγμα
IDX:
6192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6196
Key:
ba/stagma
Data
{'content': 'βάσταγμα\n from βαστάζω\n that which is borne, a burden, Eur.', 'key': 'ba/stagma'}