Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βασιλικός
βασιλίς
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
βάσκανος
βασκάς
βάσκω
βασσάρα
βασσαρικός
βασσάριον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτός
βάταλος
βατέω
βατηρίς
βατιδοσκόπος
βατίς
βατοδρόπος
View word page
βασσαρικός
βασσαρικός = βακχικός, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βασσαρικός
Headword (normalized):
βασσαρικός
Headword (normalized/stripped):
βασσαρικος
IDX:
6190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6194
Key:
bassariko/s
Data
{'content': 'βασσαρικός\n = βακχικός, Anth.', 'key': 'bassariko/s'}