Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
βάσκανος
βασκάς
βάσκω
βασσάρα
βασσαρικός
βασσάριον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτός
βάταλος
βατέω
βατηρίς
βατιδοσκόπος
βατίς
View word page
βασσάρα
βασσάρα = ἀλώπηξ Prob. a foreign word. a fox. a Thracian bacchanal, Anth.
ShortDef
a fox
Debugging
Headword:
βασσάρα
Headword (normalized):
βασσάρα
Headword (normalized/stripped):
βασσαρα
IDX:
6189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6193
Key:
bassa/ra
Data
{'content': 'βασσάρα\n = ἀλώπηξ\n Prob. a foreign word.\n a fox.\n a Thracian bacchanal, Anth.', 'key': 'bassa/ra'}