Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
βάσκανος
βασκάς
βάσκω
βασσάρα
βασσαρικός
βασσάριον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτός
βάταλος
βατέω
βατηρίς
βατιδοσκόπος
View word page
βάσκω
βάσκω akin to βαίνω, cf. χάσκω, χαίνω only used in imperat. βάσκʼ ἴθι speed thee! away! Il.; also come! Aesch.

ShortDef

speed thee! away!

Debugging

Headword:
βάσκω
Headword (normalized):
βάσκω
Headword (normalized/stripped):
βασκω
IDX:
6188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6192
Key:
ba/skw

Data

{'content': 'βάσκω\n akin to βαίνω, cf. χάσκω, χαίνω\n only used in imperat. \n βάσκʼ ἴθι speed thee! away! Il.; also come! Aesch.', 'key': 'ba/skw'}