Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βασιλεύς
βασιλεύω
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
βάσκανος
βασκάς
βάσκω
βασσάρα
βασσαρικός
βασσάριον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτός
βάταλος
βατέω
View word page
βάσκανος
βάσκανος deriv. uncertain slanderous, envious, malignant, Ar., Dem. as Subst. a slanderer, Dem. a sorcerer, Dem.

ShortDef

slanderous, envious, malignant

Debugging

Headword:
βάσκανος
Headword (normalized):
βάσκανος
Headword (normalized/stripped):
βασκανος
IDX:
6186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6190
Key:
ba/skanos

Data

{'content': 'βάσκανος\n deriv. uncertain\n slanderous, envious, malignant, Ar., Dem.\n as Subst. a slanderer, Dem.\n a sorcerer, Dem.', 'key': 'ba/skanos'}