Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλεύω
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
βάσκανος
βασκάς
βάσκω
βασσάρα
βασσαρικός
βασσάριον
βάσταγμα
βαστάζω
βαστακτός
βάταλος
View word page
βασκανία
βασκανία from βάσκανος slander, envy, malice, Plat., Dem.
ShortDef
slander, envy, malice
Debugging
Headword:
βασκανία
Headword (normalized):
βασκανία
Headword (normalized/stripped):
βασκανια
IDX:
6185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6189
Key:
baskani/a
Data
{'content': 'βασκανία\n from βάσκανος\n slander, envy, malice, Plat., Dem.', 'key': 'baskani/a'}