Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βαρύψυχος
βασανίζω
βασανιστέος
βασανιστής
βασανίστρια
βάσανος
βασίλεια
βασιλεία
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλεύω
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βάσιμος
βάσις
βασκαίνω
βασκανία
View word page
βασίλειος
βασίλειος βασιλεύς of the king, kingly, royal, Hdt., etc.
ShortDef
of the king, kingly, royal
Debugging
Headword:
βασίλειος
Headword (normalized):
βασίλειος
Headword (normalized/stripped):
βασιλειος
IDX:
6175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6179
Key:
basi/leios
Data
{'content': 'βασίλειος\n βασιλεύς\n of the king, kingly, royal, Hdt., etc.', 'key': 'basi/leios'}