Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαρύφρων
βαρύχειλος
βαρύχορδος
βαρύψυχος
βασανίζω
βασανιστέος
βασανιστής
βασανίστρια
βάσανος
βασίλεια
βασιλεία
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλεύω
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
βάσιμος
View word page
βασιλεία
βασιλεία βασιλεύω a kingdom, dominion, Hdt.: hereditary monarchy, opp. to τυραννίς, Thuc., etc.

ShortDef

a kingdom, dominion

Debugging

Headword:
βασιλεία
Headword (normalized):
βασιλεία
Headword (normalized/stripped):
βασιλεια
IDX:
6172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6176
Key:
basilei/a

Data

{'content': 'βασιλεία\n βασιλεύω\n a kingdom, dominion, Hdt.: hereditary monarchy, opp. to τυραννίς, Thuc., etc.', 'key': 'basilei/a'}