Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βαρυφροσύνη
βαρύφρων
βαρύχειλος
βαρύχορδος
βαρύψυχος
βασανίζω
βασανιστέος
βασανιστής
βασανίστρια
βάσανος
βασίλεια
βασιλεία
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλεύω
βασιληΐς
βασιλίζω
βασιλικός
βασιλίς
View word page
βασίλεια
βασίλεια βασιλεύς a queen, princess, Od., Aesch.
ShortDef
a queen, princess
Debugging
Headword:
βασίλεια
Headword (normalized):
βασίλεια
Headword (normalized/stripped):
βασιλεια
IDX:
6171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6175
Key:
basi/leia
Data
{'content': 'βασίλεια\n βασιλεύς\n a queen, princess, Od., Aesch.', 'key': 'basi/leia'}