Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαρύτονος
βαρύφθογγος
βαρυφροσύνη
βαρύφρων
βαρύχειλος
βαρύχορδος
βαρύψυχος
βασανίζω
βασανιστέος
βασανιστής
βασανίστρια
βάσανος
βασίλεια
βασιλεία
βασιλείδιον
βασίλειον
βασίλειος
βασιλεύς
βασιλεύω
βασιληΐς
βασιλίζω
View word page
βασανίστρια
βασανίστρια an examiner, Ar.

ShortDef

an examiner (βασανιστής LSJ)

Debugging

Headword:
βασανίστρια
Headword (normalized):
βασανίστρια
Headword (normalized/stripped):
βασανιστρια
IDX:
6169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6173
Key:
basani/stria

Data

{'content': 'βασανίστρια\n an examiner, Ar.', 'key': 'basani/stria'}