Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαρύνω
βαρυόργητος
βαρυπάλαμος
βαρυπενθής
βαρυπένθητος
βαρυπεσής
βαρύποτμος
βαρύπους
βαρυσίδηρος
βαρύς
βαρύσταθμος
βαρύστονος
βαρυσφάραγος
βαρύτης
βαρύτιμος
βαρύτλητος
βαρύτονος
βαρύφθογγος
βαρυφροσύνη
βαρύφρων
βαρύχειλος
View word page
βαρύσταθμος
βαρύσταθμος weighing heavy, Ar.

ShortDef

weighing heavy

Debugging

Headword:
βαρύσταθμος
Headword (normalized):
βαρύσταθμος
Headword (normalized/stripped):
βαρυσταθμος
IDX:
6153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6157
Key:
baru/staqmos

Data

{'content': 'βαρύσταθμος\n weighing heavy, Ar.', 'key': 'baru/staqmos'}