Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαρύθυμος
βαρύθω
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρύμηνις
βαρύμισθος
βαρύμοχθος
βαρύνω
βαρυόργητος
βαρυπάλαμος
βαρυπενθής
βαρυπένθητος
βαρυπεσής
βαρύποτμος
βαρύπους
βαρυσίδηρος
βαρύς
βαρύσταθμος
βαρύστονος
βαρυσφάραγος
βαρύτης
View word page
βαρυπενθής
βαρυπενθής πένθος causing grievous woe, Anth.

ShortDef

causing grievous woe

Debugging

Headword:
βαρυπενθής
Headword (normalized):
βαρυπενθής
Headword (normalized/stripped):
βαρυπενθης
IDX:
6146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6150
Key:
barupenqh/s

Data

{'content': 'βαρυπενθής\n πένθος\n causing grievous woe, Anth.', 'key': 'barupenqh/s'}