Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαρύδακρυς
βαρύδικος
βαρυδότειρα
βαρύδουπος
βαρύζηλος
βαρυηχής
βαρύθροος
βαρυθυμέω
βαρυθυμία
βαρύθυμος
βαρύθω
βαρύκοτος
βαρύκτυπος
βαρύμηνις
βαρύμισθος
βαρύμοχθος
βαρύνω
βαρυόργητος
βαρυπάλαμος
βαρυπενθής
βαρυπένθητος
View word page
βαρύθω
βαρύθω βαρύς only in pres. and imperf. to be weighed down, Il., Hes. to be heavy, Anth.

ShortDef

to be weighed down

Debugging

Headword:
βαρύθω
Headword (normalized):
βαρύθω
Headword (normalized/stripped):
βαρυθω
IDX:
6137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6141
Key:
baru/qw

Data

{'content': 'βαρύθω\n βαρύς\n only in pres. and imperf.\n to be weighed down, Il., Hes.\n to be heavy, Anth.', 'key': 'baru/qw'}