Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαρόφωνος
βάρβιτος
βάρδιστος
βαρέω
βᾶρις
βάρος
βαρυαλγής
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυβρεμέτης
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγουνος
βαρύγυιος
βαρυδαιμονέω
βαρυδαίμων
View word page
βάρος
βάρος βαρύς weight, Hdt., etc. a weight, burden, load, Aesch., etc. metaph. a heavy weight, πημονῆς, συμφορᾶς β. Soph.; then alone for grief, misery, Aesch.; βάρος ἔχειν Arist. abundance, πλούτου, ὄλβου Eur.

ShortDef

weight

Debugging

Headword:
βάρος
Headword (normalized):
βάρος
Headword (normalized/stripped):
βαρος
IDX:
6116
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6120
Key:
ba/ros

Data

{'content': 'βάρος\n βαρύς\n weight, Hdt., etc.\n a weight, burden, load, Aesch., etc.\n metaph. a heavy weight, πημονῆς, συμφορᾶς β. Soph.; then alone for grief, misery, Aesch.; βάρος ἔχειν Arist.\n abundance, πλούτου, ὄλβου Eur.', 'key': 'ba/ros'}