Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βᾶ
βάραθρον
βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαρόφωνος
βάρβιτος
βάρδιστος
βαρέω
βᾶρις
βάρος
βαρυαλγής
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυβρεμέτης
βαρύβρομος
βαρυβρώς
βαρύγουνος
βαρύγυιος
View word page
βαρέω
βαρέω βαρύς to weigh down, depress, Luc. intr. in Epic perf. part. βεβαρηώς, weighed down, heavy, οἴνωι βεβαρηότες Od.: later in part. pass. βεβαρημένος, Theocr., Anth., etc.

ShortDef

to weigh down, depress

Debugging

Headword:
βαρέω
Headword (normalized):
βαρέω
Headword (normalized/stripped):
βαρεω
IDX:
6114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6118
Key:
bare/w

Data

{'content': 'βαρέω\n βαρύς\n to weigh down, depress, Luc.\n intr. in Epic perf. part. βεβαρηώς, weighed down, heavy, οἴνωι βεβαρηότες Od.: later in part. pass. βεβαρημένος, Theocr., Anth., etc.', 'key': 'bare/w'}