Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βαπτός
βάπτω
βᾶ
βάραθρον
βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαρόφωνος
βάρβιτος
βάρδιστος
βαρέω
βᾶρις
βάρος
βαρυαλγής
βαρυάλγητος
βαρυαχής
βαρυβρεμέτης
βαρύβρομος
βαρυβρώς
View word page
βάρβιτος
βάρβιτος Prob. and Oriental word. a musical instrument of many strings (πολύχορδος Theocr.), like the lyre, and often used for the lyre itself, Anacr., Eur., etc.

ShortDef

a musical instrument of many strings

Debugging

Headword:
βάρβιτος
Headword (normalized):
βάρβιτος
Headword (normalized/stripped):
βαρβιτος
IDX:
6112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6116
Key:
ba/rbitos

Data

{'content': 'βάρβιτος\n Prob. and Oriental word.\n a musical instrument of many strings (πολύχορδος Theocr.), like the lyre, and often used for the lyre itself, Anacr., Eur., etc.', 'key': 'ba/rbitos'}