Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βᾶ
βάραθρον
βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαρόφωνος
βάρβιτος
βάρδιστος
βαρέω
βᾶρις
βάρος
βαρυαλγής
βαρυάλγητος
βαρυαχής
View word page
βαρβαρόομαι
βαρβαρόομαι Pass. to become barbarous, Eur.; βεβαρβαρωμένος of barbarous or outlandish sound, Soph.

ShortDef

to become barbarous

Debugging

Headword:
βαρβαρόομαι
Headword (normalized):
βαρβαρόομαι
Headword (normalized/stripped):
βαρβαροομαι
IDX:
6109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6113
Key:
barbaro/omai

Data

{'content': 'βαρβαρόομαι\n Pass. to become barbarous, Eur.; βεβαρβαρωμένος of barbarous or outlandish sound, Soph.', 'key': 'barbaro/omai'}