Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βᾶ
βάραθρον
βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαρόφωνος
βάρβιτος
βάρδιστος
βαρέω
βᾶρις
βάρος
βαρυαλγής
βαρυάλγητος
View word page
βαρβαρισμός
βαρβαρισμός from βαρβαρικός βαρβαρίζω barbarism, Arist.
ShortDef
barbarism
Debugging
Headword:
βαρβαρισμός
Headword (normalized):
βαρβαρισμός
Headword (normalized/stripped):
βαρβαρισμος
IDX:
6108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6112
Key:
barbarismo/s
Data
{'content': 'βαρβαρισμός\n from βαρβαρικός\n βαρβαρίζω\n barbarism, Arist.', 'key': 'barbarismo/s'}