Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βᾶ
βάραθρον
βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαρόφωνος
βάρβιτος
βάρδιστος
βαρέω
βᾶρις
βάρος
βαρυαλγής
View word page
βαρβαρικός
βαρβαρικός barbaric, foreign, like a foreigner, opp. to Ἑλληνικός, Simon.; τὸ βαρβαρικόν, οἱ βάρβαροι, Thuc.; esp. of the Persians, Xen.:—adv., βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς i. e. both in Persian and Greek, Thuc.

ShortDef

barbaric, foreign, like a foreigner

Debugging

Headword:
βαρβαρικός
Headword (normalized):
βαρβαρικός
Headword (normalized/stripped):
βαρβαρικος
IDX:
6107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6111
Key:
barbariko/s

Data

{'content': 'βαρβαρικός\n barbaric, foreign, like a foreigner, opp. to Ἑλληνικός, Simon.; τὸ βαρβαρικόν, οἱ βάρβαροι, Thuc.; esp. of the Persians, Xen.:—adv., βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς i. e. both in Persian and Greek, Thuc.', 'key': 'barbariko/s'}