Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργία
βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βᾶ
βάραθρον
βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
βαρβαρόφωνος
βάρβιτος
βάρδιστος
βαρέω
View word page
βᾶ
βᾶ shortd. form of voc. Βασιλεῦ king! Aesch.
ShortDef
king
Debugging
Headword:
βᾶ
Headword (normalized):
βᾶ
Headword (normalized/stripped):
βα
IDX:
6104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6108
Key:
ba=
Data
{'content': 'βᾶ\n shortd. form of voc. Βασιλεῦ\n king! Aesch.', 'key': 'ba='}