Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
βάλλω
βαμβαίνω
βάμμα
βαναυσία
βαναυσικός
βάναυσος
βαναυσουργία
βάξις
βαπτίζω
βάπτισμα
βαπτισμός
βαπτιστής
βαπτός
βάπτω
βᾶ
βάραθρον
βαρβαρίζω
βαρβαρικός
βαρβαρισμός
βαρβαρόομαι
βάρβαρος
View word page
βαπτισμός
βαπτισμός a dipping in water, ablution, NTest.
ShortDef
a dipping in water, ablution
Debugging
Headword:
βαπτισμός
Headword (normalized):
βαπτισμός
Headword (normalized/stripped):
βαπτισμος
IDX:
6100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n6104
Key:
baptismo/s
Data
{'content': 'βαπτισμός\n a dipping in water, ablution, NTest.', 'key': 'baptismo/s'}